Dolk στα ελληνικά

Μετάφραση: dolk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτοκόλλητο, μαχαίρι, στιλέτο, εγχειρίδιο, σταυρό, με σταυρό
Dolk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dolen στα ελληνικά - τριγυρίζω, αδέσποτος, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
  • dolheid στα ελληνικά - τρέλα, τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλας, την τρέλα
  • dollar στα ελληνικά - δολάριο, κυδώνι, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
  • dolzinnig στα ελληνικά - λωλός, κουζουλός, τρελούτσικος, θυμωμένος, τρελός, άρρωστος, τρελλάρας, ...
Τυχαίες λέξεις
Dolk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτοκόλλητο, μαχαίρι, στιλέτο, εγχειρίδιο, σταυρό, με σταυρό