Αυτοκόλλητο στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυτοκόλλητο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spin, dolk, sluitzegel, wervelkolom, stekel, sticker, doorn, De Sticker, De Sticker van, Sticker van de
Αυτοκόλλητο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοκόλλητο

αυτοκόλλητο πάτωμα, αυτοκόλλητο σουτιέν σιλικόνης, αυτοκόλλητο ικα 2014, αυτοκόλλητο τοίχου, αυτοκόλλητο χαρτί, αυτοκόλλητο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυτοκόλλητο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυτοκρατορικός στα ολλανδικά - keizerlijk, imperiaal, keizerlijke, imperiale, imperial
  • αυτοκτονία στα ολλανδικά - zelfmoord, zelfdoding, suïcide, zelfmoord te, bij zelfdoding
  • αυτοματικός στα ολλανδικά - zelfwerkend, automatisch, werktuiglijk, automaten, andere automaten, automatics, de automaten, ...
  • αυτοματοποίηση στα ολλανδικά - automatisering, de automatisering, automation, automatiseren, automatisering van
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκόλλητο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spin, dolk, sluitzegel, wervelkolom, stekel, sticker, doorn, De Sticker, De Sticker van, Sticker van de