Doortrapt στα ελληνικά

Μετάφραση: doortrapt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέξι, έξυπνος, κηλίδα, δύσκολος, μουσίτσα, πανουργία, καπάτσος, πονηρός, πανούργος, ύπουλος, τέλειος, άψογη, γλαφυρό, ολοκληρωμένος, την άψογη
Doortrapt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doorstaan στα ελληνικά - κρατώ, υποφέρω, υπομένω, πάσχω, παθαίνω, γεννώ, εμμένω, ...
  • doorstoten στα ελληνικά - διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
  • doortrekken στα ελληνικά - μουσκεύω, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
  • doorvoeren στα ελληνικά - άσκηση, χρήση, κατορθώνω, χρησιμοποιώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Doortrapt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέξι, έξυπνος, κηλίδα, δύσκολος, μουσίτσα, πανουργία, καπάτσος, πονηρός, πανούργος, ύπουλος, τέλειος, άψογη, γλαφυρό, ολοκληρωμένος, την άψογη