Dreigement στα ελληνικά

Μετάφραση: dreigement, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο, κίνδυνος
Dreigement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • draven στα ελληνικά - τριποδίζω, τροχασμός, τριποδισμός, τρέξιμο, τροχασμό
  • dreef στα ελληνικά - λεωφόρος, επιπλέει, επέπλευσε, επιπλέουν, επέπλεαν, επέπλευσαν
  • dreigen στα ελληνικά - απειλώ, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει
  • dreiging στα ελληνικά - απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο, κίνδυνος
Τυχαίες λέξεις
Dreigement στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο, κίνδυνος