Druppel στα ελληνικά
Μετάφραση: druppel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταλάζω, στάζω, καταβρέχω, σταγόνα, ρανίδα, μικροποσότητα, μειώνομαι, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drukmeter στα ελληνικά - μανόμετρο, μετρητή πίεσης, μετρητής πίεσης, μανομέτρου, μανόμετρο πίεσης
- drukproef στα ελληνικά - απόδειξη, πειστήριο, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
- druppelen στα ελληνικά - σταλάζω, στάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
- dubbel στα ελληνικά - διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, ...
Τυχαίες λέξεις
Druppel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταλάζω, στάζω, καταβρέχω, σταγόνα, ρανίδα, μικροποσότητα, μειώνομαι, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε
Μεταφράσεις: σταλάζω, στάζω, καταβρέχω, σταγόνα, ρανίδα, μικροποσότητα, μειώνομαι, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε