Eenheid στα ελληνικά

Μετάφραση: eenheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονάδα, ενότητα, ακεραιότητα, αρμονία, μονάδας, συσκευή, μονάδος
Eenheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eendracht στα ελληνικά - αρμονία, ενότητα, σωματειακός, ακεραιότητα, ένωση, ομόνοια, Concord, ...
  • eendrachtig στα ελληνικά - ενωμένος, Ηνωμένες, ενωμένη, Ηνωμένων, ενωμένης
  • eenhoorn στα ελληνικά - μονόκερος, μονόκερως, Unicorn, μονόκερο, μονόκερω
  • eenmaal στα ελληνικά - ποτέ, κάποτε, εφάπαξ, μια φορά, άπαξ, μία φορά, φορά
Τυχαίες λέξεις
Eenheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονάδα, ενότητα, ακεραιότητα, αρμονία, μονάδας, συσκευή, μονάδος