Ενότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eendracht, eenheid, een, één, samenhang, de eenheid
Ενότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενότητα

ενότητα για την ανατροπή, ενότητα 37 το τουρκικό εθνικό κίνημα, ενότητα ανατροπή και έργο για το μαρούσι, ενότητα για αλληλεγγύη και ανατροπή, ενότητα 10 γλώσσα ε δημοτικού, ενότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εντύπωση στα ολλανδικά - afdruk, impressie, spoor, effect, belichting, indruk, impression, ...
  • ενυδρείο στα ολλανδικά - aquarium, het aquarium, aquarium van, een aquarium
  • ενόχληση στα ολλανδικά - agitatie, storing, smart, beroering, verdriet, geprikkeldheid, beweging, ...
  • ενώ στα ολλανδικά - terwijl, gedurende, staande, tijdens, tijdens het, maar
Τυχαίες λέξεις
Ενότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eendracht, eenheid, een, één, samenhang, de eenheid