Ακεραιότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακεραιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eendracht, samenhang, eenheid, integriteit, de integriteit, integriteit van, de integriteit van, integer
Ακεραιότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακεραιότητα

ακεραιότητα χαρακτήρα, ακεραιότητα αναφορών access, ακεραιότητα συνώνυμα, ακεραιότητα in english, ακεραιότητα αναφορών, ακεραιότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακεραιότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακαταστασία στα ολλανδικά - brij, wanorde, moes, rommel, janboel, war, verwarring, ...
  • ακατοίκητος στα ολλανδικά - onbewoonbaar, onbewoonbare, uninhabitable, onbewoonbaar is, onleefbaar
  • ακλόνητος στα ολλανδικά - standvastig, onwankelbaar, ongeschokt, onwrikbaar, onwankelbare, unshaken
  • ακμάζω στα ολλανδικά - fanfare, fanfarekorps, bloeien, bloem, bloei, Bloom, bloei van
Τυχαίες λέξεις
Ακεραιότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eendracht, samenhang, eenheid, integriteit, de integriteit, integriteit van, de integriteit van, integer