Eerlijk στα ελληνικά

Μετάφραση: eerlijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έντιμος, αμβλύς, ευθύς, τίμιος, απλός, ειλικρινής, ντόμπρος, μονοκόμματος, απότομος, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής
Eerlijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eerbiedigen στα ελληνικά - σεβασμός, σέβομαι, αφορά, σχέση, σεβασμό, όσον αφορά
  • eerder στα ελληνικά - προηγούμενα, άλλοτε, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη
  • eerloos στα ελληνικά - περιβόητος, διαβόητος, κακόφημος, περίφημο, διαβόητη, κακόφημο, διαβόητο
  • eerroof στα ελληνικά - δυσφημώ, διαβολή, δυσφήμιση, συκοφαντία, κακολόγησα
Τυχαίες λέξεις
Eerlijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έντιμος, αμβλύς, ευθύς, τίμιος, απλός, ειλικρινής, ντόμπρος, μονοκόμματος, απότομος, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής