Envelop στα ελληνικά

Μετάφραση: envelop, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάκελος, φάκελο, φακέλου, κονδύλιο, περίβλημα
Envelop στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • entree στα ελληνικά - πρόσβαση, πύλη, ομολογία, προσπέλαση, καταχώρηση, παραδοχή, λήμμα, ...
  • entstof στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
  • enveloppe στα ελληνικά - φάκελος, φάκελο, φακέλου, κονδύλιο, περίβλημα
  • epidemie στα ελληνικά - πανδημία, επιδημία, επιδημίας, επιδημία του, επιδημίας του, επιδημία της
Τυχαίες λέξεις
Envelop στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάκελος, φάκελο, φακέλου, κονδύλιο, περίβλημα