Excerpt στα ελληνικά

Μετάφραση: excerpt, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίληψη, απόσπασμα, το απόσπασμα, αποσπασμάτων, χωρίο
Excerpt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • examineren στα ελληνικά - βλέπω, εξετάζω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
  • excellent στα ελληνικά - μεγάλος, εξαιρετικός, απίθανος, άριστη, εξαιρετικές, άριστο, εξαιρετικό, ...
  • excessief στα ελληνικά - υπερβολικός, υπερβολικά, εξαιρετικά, υπερβολική, υπέρμετρα, υπερβολικό
  • exclusief στα ελληνικά - αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
Τυχαίες λέξεις
Excerpt στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίληψη, απόσπασμα, το απόσπασμα, αποσπασμάτων, χωρίο