Expediëren στα ελληνικά
Μετάφραση: expediëren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλοίο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- expansie στα ελληνικά - εξάπλωση, διαστολή, μεγέθυνση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ...
- expeditie στα ελληνικά - εκστρατεία, αποστολή, αποστολής, εκστρατείας, expedition
- experiment στα ελληνικά - πειραματίζομαι, πείραμα, πειράματος, το πείραμα, του πειράματος, πειράματα
- experimenteel στα ελληνικά - δοκιμαστικός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
Τυχαίες λέξεις
Expediëren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλοίο
Μεταφράσεις: πλοίο