Futiliteit στα ελληνικά

Μετάφραση: futiliteit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματάκι, ματαιοπονία, ματαιότητα, ματαιότητας, μάταιο, ανώφελο
Futiliteit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fust στα ελληνικά - βαρέλι, βαρέλια, βυτίο, βαρελιού, βυτίου
  • fut στα ελληνικά - ζωντάνια, ενεργητικότης, ζωηρότης, ρβρ, pep
  • fysica στα ελληνικά - φυσική, Φυσικής, της φυσικής, τη φυσική, Physics
  • fysiek στα ελληνικά - φυσικός, σωματικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής
Τυχαίες λέξεις
Futiliteit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματάκι, ματαιοπονία, ματαιότητα, ματαιότητας, μάταιο, ανώφελο