Gebrek στα ελληνικά
Μετάφραση: gebrek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπανιότητα, υστέρημα, λάθος, θέλω, έλλειψη, φτιάξιμο, βλάβη, ανάγκη, ζημιά, βλάπτω, ελάττωμα, αποστατώ, έλλειψης, η έλλειψη, απουσία, την έλλειψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- geborgen στα ελληνικά - χρηματοκιβώτιο, ασφαλής, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
- gebouw στα ελληνικά - κτήριο, κτίριο, κτιρίου, κτηρίου, οικοδόμηση
- gebrekkig στα ελληνικά - ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελλειπής, ατελής, ανεπάρκεια, ανεπαρκή, με ανεπάρκεια
- gebruik στα ελληνικά - χρήση, άσκηση, τρόπος, χρησιμοποιώ, έθιμο, συνήθεια, εργασία, ...
Τυχαίες λέξεις
Gebrek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπανιότητα, υστέρημα, λάθος, θέλω, έλλειψη, φτιάξιμο, βλάβη, ανάγκη, ζημιά, βλάπτω, ελάττωμα, αποστατώ, έλλειψης, η έλλειψη, απουσία, την έλλειψη
Μεταφράσεις: σπανιότητα, υστέρημα, λάθος, θέλω, έλλειψη, φτιάξιμο, βλάβη, ανάγκη, ζημιά, βλάπτω, ελάττωμα, αποστατώ, έλλειψης, η έλλειψη, απουσία, την έλλειψη