Σπανιότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: σπανιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaarste, gebrek, zeldzaamheid, zeldzaam, rariteit, Rarity, de zeldzaamheid
Σπανιότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σπανιότητα

σπανιότητα συνώνυμο, σπανιότητα παραγωγικών συντελεστών, σπανιότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σπανιότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σπαθί στα ολλανδικά - zwaard, degen, slagzwaard, het zwaard, sword, zwaards
  • σπανάκι στα ολλανδικά - spinazie, spinaziequiche
  • σπαρταρώ στα ολλανδικά - worstelen, spartelen, writhe, verdraaien, verwringen
  • σπασμωδικός στα ολλανδικά - krampachtig, krampachtige, spasmodische, spastische, krampen
Τυχαίες λέξεις
Σπανιότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schaarste, gebrek, zeldzaamheid, zeldzaam, rariteit, Rarity, de zeldzaamheid