Gebruik στα ελληνικά

Μετάφραση: gebruik, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, άσκηση, τρόπος, χρησιμοποιώ, έθιμο, συνήθεια, εργασία, έξη, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Gebruik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gebrek στα ελληνικά - σπανιότητα, υστέρημα, λάθος, θέλω, έλλειψη, φτιάξιμο, βλάβη, ...
  • gebrekkig στα ελληνικά - ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελλειπής, ατελής, ανεπάρκεια, ανεπαρκή, με ανεπάρκεια
  • gebruikelijk στα ελληνικά - συνήθης, κοινός, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
  • gebruiken στα ελληνικά - τροφοδοτώ, πίνω, τρώω, ποτό, χρήση, ταΐζω, χρησιμοποιώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Gebruik στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, άσκηση, τρόπος, χρησιμοποιώ, έθιμο, συνήθεια, εργασία, έξη, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση