Gebruiker στα ελληνικά

Μετάφραση: gebruiker, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήστης, καταναλωτής, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
Gebruiker στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gebruikelijk στα ελληνικά - συνήθης, κοινός, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
  • gebruiken στα ελληνικά - τροφοδοτώ, πίνω, τρώω, ποτό, χρήση, ταΐζω, χρησιμοποιώ, ...
  • gecommitteerde στα ελληνικά - παραγγελιοδόχος, αφοσιωμένη, δεσμεύεται, δεσμευμένη, προσηλωμένη, δεσμευτεί
  • gecompliceerd στα ελληνικά - πολύπλοκος, περίπλοκος, περίπλοκη, περίπλοκο, πολύπλοκη
Τυχαίες λέξεις
Gebruiker στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήστης, καταναλωτής, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης