Καταναλωτής στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbruiker, gebruiker, consument, de consument, consumenten, consumentenbescherming
Καταναλωτής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταναλωτής

ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταναλωτής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατανάλωση στα ολλανδικά - consumptie, verbruik, tering, vertering, het verbruik, de consumptie, gebruik
  • κατανέμω στα ολλανδικά - rantsoen, toekennen, portie, verhouding, ratio, ratie
  • καταναλώνω στα ολλανδικά - verorberen, consumeren, verbruiken, verteren, slopen, verbruikt, te consumeren
  • κατανικώ στα ολλανδικά - schaakmat, schaakmat te zetten, checkmate, schaakmat zetten, mat te zetten
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verbruiker, gebruiker, consument, de consument, consumenten, consumentenbescherming