Χρήστης στα ολλανδικά

Μετάφραση: χρήστης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbruiker, gebruiker, user, gebruiksaanwijzing, gebruikers, de gebruiker
Χρήστης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρήστης

χρήστης ορισμός, χρήστης diu, χρήστης του facebook, χρήστης ναρκωτικών, χρήστης συνώνυμα, χρήστης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρήστης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χρήση στα ολλανδικά - benutten, zetten, plaats, doorvoeren, aandoen, opleggen, toepassen, ...
  • χρήσιμος στα ολλανδικά - nuttig, bruikbaar, dienstig, bevorderlijk, nuttige, handig, bruikbare
  • χρίσμα στα ολλανδικά - benoeming, zalving, unction, unctie, de zalving, ziekenzalving
  • χρίω στα ολλανδικά - besmeren, sauzen, doorsmeren, smeren, overdekken, overgieten, overgoten, ...
Τυχαίες λέξεις
Χρήστης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verbruiker, gebruiker, user, gebruiksaanwijzing, gebruikers, de gebruiker