Geloven στα ελληνικά

Μετάφραση: geloven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νομίζω, σκέπτομαι, κρίνω, πιστεύω, θεωρώ, σκέφτομαι, να πιστεύουν, να πιστεύουμε, να πιστέψει, να πιστεύει, να πιστέψουμε
Geloven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gelijkwaardig στα ελληνικά - ισότιμος, ίσιος, συμπαθώ, σαν, ίδιος, όπως, αντίστοιχος, ...
  • geloof στα ελληνικά - εμπιστεύομαι, θρησκεία, αποδοχή, εμπιστοσύνη, πίστη, αυτοπεποίθηση, εχεμύθεια, ...
  • gelovig στα ελληνικά - θρησκευτικός, θρήσκος, πνευματικός, θρησκευόμενος, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, ...
  • geluid στα ελληνικά - ρακέτα, θόρυβος, ήχος, υγιής, χρηστή, ακούγεται, τη χρηστή
Τυχαίες λέξεις
Geloven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νομίζω, σκέπτομαι, κρίνω, πιστεύω, θεωρώ, σκέφτομαι, να πιστεύουν, να πιστεύουμε, να πιστέψει, να πιστεύει, να πιστέψουμε