Σκέπτομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκέπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermoeden, denken, stellen, achten, veronderstellen, aannemen, geloven, menen, mediteren, mediteer, te mediteren, mediteert, meditate
Σκέπτομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκέπτομαι

σκέπτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι αρχαία, σκέφτομαι άρα υπάρχω, σκέπτομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκέπτομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκάφος στα ολλανδικά - etui, beroep, pul, handwerk, boot, vat, bak, ...
  • σκέπασμα στα ολλανδικά - hoed, deksel, kaft, ooglid, bedekking, omslag, dekking, ...
  • σκέρτσο στα ολλανδικά - mop, grol, gekscheren, grap, schertsen, kwinkslag, pots, ...
  • σκέτο στα ολλανδικά - zuiver, apert, puur, evident, absoluut, vlakte, eenvoudig, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκέπτομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vermoeden, denken, stellen, achten, veronderstellen, aannemen, geloven, menen, mediteren, mediteer, te mediteren, mediteert, meditate