Κρίνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geloven, menen, rechter, jurylid, keurmeester, oordelen, beoordelen
Κρίνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρίνω

κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κρίνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κρίμα στα ολλανδικά - schade, schaamte, beklagen, schande, jammer, medelijden, jammer dat, ...
  • κρίνος στα ολλανδικά - lelie, Lily, De Lelie, de Lelie van, lelietje
  • κρίση στα ολλανδικά - crisis, crisis te, de crisis, crisis in
  • κρίσιμος στα ολλανδικά - beslissend, kritisch, kritiek, kritische, kritieke, cruciaal
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geloven, menen, rechter, jurylid, keurmeester, oordelen, beoordelen