Gemak στα ελληνικά

Μετάφραση: gemak, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρηγορώ, άνεση, ευκολία, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση
Gemak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gemaaktheid στα ελληνικά - εκζήτηση, ποζάρω, πόζα, επιτήδευση, έπαρση, αλαζονεία, η έπαρση, ...
  • gemaal στα ελληνικά - σύζυγος, consort, συντρόφου, ταίρι, σύντροφος
  • gemakkelijk στα ελληνικά - εύχρηστος, βολικός, πρόχειρος, εύκολα, άνετος, επίκαιρος, εύκολος, ...
  • gemalin στα ελληνικά - γυναίκα, σύζυγος, consort, συντρόφου, ταίρι, σύντροφος
Τυχαίες λέξεις
Gemak στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρηγορώ, άνεση, ευκολία, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση