Gemiddeld στα ελληνικά

Μετάφραση: gemiddeld, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόρμα, μέτριος, παραδόπιστος, μέσος, σημαίνω, πρότυπο, μέσον, τσιγκούνης, μέση, μεσαίος, εννοώ, ενδιάμεσος, κατά μέσο όρο, κατά μέσον όρο, μέσο όρο
Gemiddeld στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gemeentelijk στα ελληνικά - δημοτικός, του δήμου, δήμος, δημοτικές, δημοτικών
  • gemelijk στα ελληνικά - ευέξαπτος, σκυθρωπός, σκούρος, βλοσυρός, οξύθυμος, πικρόχολος, μελαχρινός, ...
  • gemiddelde στα ελληνικά - μέσος, πρότυπο, νόρμα, μέσος όρος, μέσο όρο, μέση, μέσο
  • gemijmer στα ελληνικά - ονειροπόληση, Reverie, Το Reverie, ρέμβη, ονειροπόλημα
Τυχαίες λέξεις
Gemiddeld στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόρμα, μέτριος, παραδόπιστος, μέσος, σημαίνω, πρότυπο, μέσον, τσιγκούνης, μέση, μεσαίος, εννοώ, ενδιάμεσος, κατά μέσο όρο, κατά μέσον όρο, μέσο όρο