Ενδιάμεσος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενδιάμεσος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medium, gemiddeld, tussen-, tussenliggend, tussenproduct, tussentijdse, tussenliggende
Ενδιάμεσος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδιάμεσος

ενδιάμεσος φορέας διαχείρισης, ενδιάμεσος λογαριασμός, ενδιάμεσος φορέας διαχείρισης ε.π. ανταγωνιστικότητα & επιχειρηματικότητα (ε.φ.ε.π.α.ε.), ενδιάμεσος αγγλικά, ενδιάμεσος μετρητής ρεύματος, ενδιάμεσος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενδιάμεσος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενδεχόμενος στα ολλανδικά - potentieel, potentiële, mogelijke, mogelijkheden, mogelijk
  • ενδημικός στα ολλανδικά - endemisch, endemische, inheemse, endemisch is, endemisch zijn
  • ενδιαφέρον στα ολλανδικά - belang, bekommernis, zaak, belangstelling, interesseren, affaire, interest, ...
  • ενδιαφέρων στα ολλανδικά - curieus, vreemdsoortig, vreemd, interessant, typisch, belangwekkend, interessante, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενδιάμεσος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: medium, gemiddeld, tussen-, tussenliggend, tussenproduct, tussentijdse, tussenliggende