Νόρμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: νόρμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemiddeld, standaardmaat, gemiddelde, regel, norm, norm is, normen
Νόρμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νόρμα

νόρμα ορισμός, νόρμα πίνακα, νόρμα υπόθεση, νόρμα μπελίνι υπόθεση, νόρμα όπερα, νόρμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νόρμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νόμισμα στα ολλανδικά - valuta, munt, munteenheid, geld
  • νόμος στα ολλανδικά - wet, jurisprudentie, politie, recht, wetgeving, rechtspraak, de wet
  • νόσος στα ολλανδικά - aandoening, kwaal, ziekte, ziekten, de ziekte, ziekte van, de ziekte van
  • νόστιμος στα ολλανδικά - betoverend, verrukkelijk, beeldig, overheerlijk, heerlijk, kostelijk, lekker, ...
Τυχαίες λέξεις
Νόρμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gemiddeld, standaardmaat, gemiddelde, regel, norm, norm is, normen