Geslacht στα ελληνικά

Μετάφραση: geslacht, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φατρία, οικογένεια, ξεδιαλέγω, φυλή, γενιά, καλός, φύλο, τακτοποιώ, σεξ, ποικιλία, ευγενικός, έρωτας, τύπος, δελτίο, είδος, μορφή, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Geslacht στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geschut στα ελληνικά - πυροβολικό, πυροβολικού, πυροβόλα, το πυροβολικό, του πυροβολικού
  • geselen στα ελληνικά - νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω, λοιδορώ, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, ...
  • geslachtelijk στα ελληνικά - σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής
  • geslachtsdaad στα ελληνικά - συνουσία, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, συνουσίας, το ζευγάρωμα
Τυχαίες λέξεις
Geslacht στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φατρία, οικογένεια, ξεδιαλέγω, φυλή, γενιά, καλός, φύλο, τακτοποιώ, σεξ, ποικιλία, ευγενικός, έρωτας, τύπος, δελτίο, είδος, μορφή, φύλου, το φύλο, σεξουαλική