Ξεδιαλέγω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξεδιαλέγω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
indelen, aard, slag, geslacht, soort, pick, halen, plukken, pak
Ξεδιαλέγω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεδιαλέγω

ξεδιαλέγω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξεδιαλέγω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξεγελώ στα ολλανδικά - illusie, drogbeeld, grap, hebbelijkheid, list, kneep, foefje, ...
  • ξεγυμνώνω στα ολλανδικά - roven, plunderen, stropen, buitmaken, uitkleden, strippen naakt, kleden, ...
  • ξεδιπλώνω στα ολλανδικά - openmaken, unwrap, uitpakken, dus uitpakken, loskomen
  • ξεθάβω στα ολλανδικά - opgraven, disinter
Τυχαίες λέξεις
Ξεδιαλέγω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: indelen, aard, slag, geslacht, soort, pick, halen, plukken, pak