Φύλο στα ολλανδικά

Μετάφραση: φύλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kunne, sekse, geslacht, seks, sex, seksuele
Φύλο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φύλο

φύλλο χαρτί, φύλο και νέα εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα στην κοινωνία της πληροφορίας, φύλο μωρού, φύλο άρρεν, φύλο ή φύλλο, φύλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φύλο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φύλλο στα ολλανδικά - vel, blad, gebladerte, leaf, bladeren, blad van, Het blad
  • φύλλωμα στα ολλανδικά - vel, gebladerte, loof, bladertooi, bladeren, blad, bladerdek
  • φύση στα ολλανδικά - aard, natuur, karakter, wezen, geaardheid, nave, de natuur
  • φώκια στα ολλανδικά - rob, verzegelen, bezegelen, zegel, zeehond, afdichting, seal, ...
Τυχαίες λέξεις
Φύλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kunne, sekse, geslacht, seks, sex, seksuele