Gewest στα ελληνικά

Μετάφραση: gewest, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμοδιότητα, μερίδιο, χωρίζω, κυριαρχία, έδαφος, επαρχία, περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, την περιοχή
Gewest στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gewelf στα ελληνικά - κάβα, θόλος, θόλο, θησαυροφυλάκιο, καμάρας, υπόγειο θάλαμο
  • gewend στα ελληνικά - συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
  • gewestelijk στα ελληνικά - περιφερειακός, περιφερειακών, περιφερειακές, περιφερειακό, περιφερειακή
  • geweten στα ελληνικά - συνείδηση, συνείδησης, συνείδησή, της συνείδησης, συνειδήσεως
Τυχαίες λέξεις
Gewest στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμοδιότητα, μερίδιο, χωρίζω, κυριαρχία, έδαφος, επαρχία, περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, την περιοχή