Gewis στα ελληνικά

Μετάφραση: gewis, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σίγουρος, βέβαιος, σίγουροι, είστε σίγουροι, βέβαιοι
Gewis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gewillig στα ελληνικά - υπάκουος, εθελοντικός, πειθήνιος, πρόθυμος, πρόθυμοι, διατεθειμένοι, πρόθυμη, ...
  • gewin στα ελληνικά - απολαβή, απολαβές, ωφέλεια, αποδοχές, κέρδος, κέρδους, κέρδη, ...
  • gewond στα ελληνικά - χτυπώ, πονώ, πληγώνω, τραυματίζω, τραυματίας, τραυματίστηκαν, τραυματίστηκε, ...
  • gewoon στα ελληνικά - ανεπίσημος, κοινός, ξέγνοιαστος, συνηθισμένος, συνήθης, μόλις, απλώς, ...
Τυχαίες λέξεις
Gewis στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σίγουρος, βέβαιος, σίγουροι, είστε σίγουροι, βέβαιοι