Βέβαιος στα ολλανδικά
Μετάφραση: βέβαιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaststaand, verzekerd, stellig, zeker, vast, gewis, ervoor, ervoor dat, dat, zorgen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βέβαιος
βέβαιος συνώνυμα, βέβαιος συνώνυμο, βέβαιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βέβαιος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βάφω στα ολλανδικά - verf, afschilderen, schilderen, kleur, kleuren, verven, tint, ...
- βέβαια στα ολλανδικά - vast, zeker, bepaald, natuurlijk, uiteraard, Natuurlijk is, vanzelfsprekend
- βέλος στα ολλανδικά - scheut, pijl, arrow, pijl van, pijl van het
- βέργα στα ολλανδικά - schacht, paal, stokje, pijp, staf, spitsroede, roede, ...
Τυχαίες λέξεις
Βέβαιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vaststaand, verzekerd, stellig, zeker, vast, gewis, ervoor, ervoor dat, dat, zorgen
Μεταφράσεις: vaststaand, verzekerd, stellig, zeker, vast, gewis, ervoor, ervoor dat, dat, zorgen