Goedkoop στα ελληνικά
Μετάφραση: goedkoop, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- goedkeuren στα ελληνικά - εγκρίνω, επιδοκιμάζω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
- goedkeuring στα ελληνικά - επιδοκιμασία, ευλογία, παραδοχή, έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, ...
- goedmaken στα ελληνικά - αναπληρώνω, αντισταθμίζω, μακιγιάζ, συνθέτουν, αποτελούν, απαρτίζουν, να αναπληρώσετε
- goeduitziend στα ελληνικά - ωραίος, όμορφος, καλή εμφάνιση, όμορφο, ευπαρουσίαστη, καλή εμφάνιση των
Τυχαίες λέξεις
Goedkoop στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό
Μεταφράσεις: φτηνός, φτηνές, φθηνά, φθηνή, φτηνό