Grens στα ελληνικά
Μετάφραση: grens, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, δεμένος, σύνορο, ρέλι, μεθόριος, παραμεθόριος, όριο, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- greep στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, λαβή, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής, κράτημα
- grendelen στα ελληνικά - αφηνιάζω, μπουλόνι, βίδα, κοχλία, κοχλίας, μπουλονιού
- grenzeloos στα ελληνικά - απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
- greppel στα ελληνικά - τάφρος, λάκκος, τρύπα, ορυχείο, χαντάκι, τάφρο, τάφρου, ...
Τυχαίες λέξεις
Grens στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, δεμένος, σύνορο, ρέλι, μεθόριος, παραμεθόριος, όριο, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
Μεταφράσεις: περιορίζω, δεμένος, σύνορο, ρέλι, μεθόριος, παραμεθόριος, όριο, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών