Όριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grens, perk, limiet, beperking, beperken, begrenzing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όριο
όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- όρεξη στα ολλανδικά - trek, eetlust, begeerte, graagte, hongerigheid, de eetlust, honger, ...
- όρθιος στα ολλανδικά - rechtop, rang, recht, verticaal, positie, overeind, rechtopstaand, ...
- όρκος στα ολλανδικά - eed, bezwering, ede, eed af, onder ede
- όρος στα ολλανδικά - vakterm, conditie, monteren, berg, voorwaarde, zetten, bepaling, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: grens, perk, limiet, beperking, beperken, begrenzing
Μεταφράσεις: grens, perk, limiet, beperking, beperken, begrenzing