Δεμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: δεμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
perk, grens, gebonden, ingebonden, afhankelijke, geconsolideerde, bound
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεμένος
δεμένος σκύλος, δεμένος συνωνυμα, δεμένοσ εδώ, δεμένος στα αγγλικά, δεμένοσ πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι, δεμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δεμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δελτίο στα ολλανδικά - omtrek, geslacht, formulier, gedaante, vorm, aard, slag, ...
- δελφίνι στα ολλανδικά - dolfijn, Dolphin, dolfijnen, de dolfijn, dolfijn van
- δεν στα ολλανδικά - nee, neen, niet, geen, niet die
- δεντρογέρακας στα ολλανδικά - hobby, Hobby, hobbies, hobbys, belangen
Τυχαίες λέξεις
Δεμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: perk, grens, gebonden, ingebonden, afhankelijke, geconsolideerde, bound
Μεταφράσεις: perk, grens, gebonden, ingebonden, afhankelijke, geconsolideerde, bound