Groei στα ελληνικά

Μετάφραση: groei, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξέλιξη, ανάπτυξη, αύξηση, όγκος, αυξάνω, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
Groei στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grip στα ελληνικά - προσκόλληση, δεσμός, συνδέω, συγκολλώ, εμμονή, πρόσφυση, πρόσφυσης, ...
  • groef στα ελληνικά - λάκκος, γραμμή, ορυχείο, κοιλότητα, αυλάκι, διοχετεύω, εντομή, ...
  • groeien στα ελληνικά - να, για, σε, με, για να
  • groen στα ελληνικά - πράσινος, νωπός, δροσερός, ζωντανός, φρέσκος, πράσινο, πράσινη, ...
Τυχαίες λέξεις
Groei στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξέλιξη, ανάπτυξη, αύξηση, όγκος, αυξάνω, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης