Ανάπτυξη στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανάπτυξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
evolutie, ontwikkeling, groei, ontogenese, wasdom, de ontwikkeling, ontwikkeling van, ontwikkelen, de ontwikkeling van
Ανάπτυξη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάπτυξη

ανάπτυξη και εφαρμογή παιδαγωγικών πρακτικών και πρακτικών αξιολόγησης των μαθητών, ανάπτυξη και εφαρμογή διδακτικών πρακτικών, ανάπτυξη εμβρύου, ανάπτυξη web εφαρμογών με php και mysql, ανάπτυξη και εφαρμογή σχεδίων δράσης για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, ανάπτυξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανάπτυξη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάπαυλα στα ολλανδικά - besnoeiing, vermindering, achteruitgang, korting, verflauwing, rabat, afslag, ...
  • ανάπηρος στα ολλανδικά - invalide, uitgeschakeld, handicap, gehandicapte, een handicap
  • ανάρμοστος στα ολλανδικά - ongepast
  • ανάρρωση στα ολλανδικά - herstel, terugwinning, terugvordering, recovery, nuttige toepassing
Τυχαίες λέξεις
Ανάπτυξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: evolutie, ontwikkeling, groei, ontogenese, wasdom, de ontwikkeling, ontwikkeling van, ontwikkelen, de ontwikkeling van