Grondwettelijk στα ελληνικά

Μετάφραση: grondwettelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό
Grondwettelijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grondvlak στα ελληνικά - γη, βάθρο, βάση, ευτελής, προσαράσσω, έδαφος, βάσης, ...
  • grondwet στα ελληνικά - σύνταγμα, Συντάγματος, σύσταση, συγκρότηση, Συντάγματος της
  • groot στα ελληνικά - πλατύς, ενήλικος, απίθανος, ενήλικας, πελώριος, εξαιρετικός, μεγάλος, ...
  • grootbrengen στα ελληνικά - αγρόκτημα, μορφώνω, ανατρέφω, παράγω, εκπαιδεύω, τρέφω, μεγαλώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Grondwettelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό