Grondwettelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: grondwettelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό
![Grondwettelijk στα ελληνικά Grondwettelijk στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-4001.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grondvlak στα ελληνικά - γη, βάθρο, βάση, ευτελής, προσαράσσω, έδαφος, βάσης, ...
- grondwet στα ελληνικά - σύνταγμα, Συντάγματος, σύσταση, συγκρότηση, Συντάγματος της
- groot στα ελληνικά - πλατύς, ενήλικος, απίθανος, ενήλικας, πελώριος, εξαιρετικός, μεγάλος, ...
- grootbrengen στα ελληνικά - αγρόκτημα, μορφώνω, ανατρέφω, παράγω, εκπαιδεύω, τρέφω, μεγαλώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Grondwettelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό
Μεταφράσεις: συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό