Συνταγματικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: συνταγματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grondwettelijk, constitutioneel, constitutionele, grondwettelijke, rechtsstaat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταγματικός
συνταγματικός πατριωτισμός, συνταγματικός άξονας, συνταγματικός βερμπαλισμός, συνταγματικός πατριωτισμός χάμπερμας, συνταγματικός νόμος, συνταγματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνταγματικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συνταγή στα ολλανδικά - pensioen, recept, recepten, recept van, het recept, receptuur
- συνταγματάρχης στα ολλανδικά - kolonel, Colonel, van kolonel, kolonel van
- συνταιριάζω στα ολλανδικά - echtpaar, lucifer, match, duo, tweetal, echtelieden, wedstrijd, ...
- συνταξιούχος στα ολλανδικά - pensioentrekker, gepensioneerde, gepensioneerd, teruggetrokken, pensioen, met pensioen
Τυχαίες λέξεις
Συνταγματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: grondwettelijk, constitutioneel, constitutionele, grondwettelijke, rechtsstaat
Μεταφράσεις: grondwettelijk, constitutioneel, constitutionele, grondwettelijke, rechtsstaat