Grootbrengen στα ελληνικά

Μετάφραση: grootbrengen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγρόκτημα, μορφώνω, ανατρέφω, παράγω, εκπαιδεύω, τρέφω, μεγαλώνω, προσκομίζω, καλλιεργώ, αυξάνομαι, πισινός, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Grootbrengen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grondwettelijk στα ελληνικά - συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό
  • groot στα ελληνικά - πλατύς, ενήλικος, απίθανος, ενήλικας, πελώριος, εξαιρετικός, μεγάλος, ...
  • grootheid στα ελληνικά - ποσότητα, μεγαλείο, το μεγαλείο, μεγαλείου, μεγαλοσύνη
  • grootmeester στα ελληνικά - μετρ, αίσθηση, αφέντης, αίσθημα, μάγος, κύριος, πρωταγωνιστής, ...
Τυχαίες λέξεις
Grootbrengen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγρόκτημα, μορφώνω, ανατρέφω, παράγω, εκπαιδεύω, τρέφω, μεγαλώνω, προσκομίζω, καλλιεργώ, αυξάνομαι, πισινός, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση