Καλλιεργώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: καλλιεργώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voeden, bewerken, bebouwen, kweken, grootbrengen, groeien, telen, te groeien, groeit, laten groeien
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργώ
καλλιεργώ φασόλια, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ αρακά, καλλιεργώ λαχανικά φρούτα αρωματικά φυτά, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καλλιεργώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καλκάνι στα ολλανδικά - tarbot, de tarbot, turbot, van tarbot, voor tarbot
- καλλιεργημένος στα ολλανδικά - iel, kies, geraffineerd, gevoelig, delicaat, fijn, ontwikkeld, ...
- καλλιτέχνης στα ολλανδικά - kunstenaar, artiest, artist
- καλλιτεχνία στα ολλανδικά - kunstenaarstalent, kunstenaarschap, kunst, artisticiteit, originele
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voeden, bewerken, bebouwen, kweken, grootbrengen, groeien, telen, te groeien, groeit, laten groeien
Μεταφράσεις: voeden, bewerken, bebouwen, kweken, grootbrengen, groeien, telen, te groeien, groeit, laten groeien