Hal στα ελληνικά

Μετάφραση: hal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίθουσα, προθάλαμος, λόμπι, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Hal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hakkelen στα ελληνικά - τραυλίζω, ψελλίζω, τραύλισμα, stutter, τραυλίζουν, να κολλάει, Διακεκομμένος
  • hakken στα ελληνικά - τακούνια, φτέρνες, τα τακούνια, τακουνιών, τακούνι
  • halen στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, σουξέ, παίρνω, διαβιβάζω, φέρνω, βαρώ, ...
  • half στα ελληνικά - μισός, ήμισυ, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ, μισή
Τυχαίες λέξεις
Hal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίθουσα, προθάλαμος, λόμπι, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ