Handelbaar στα ελληνικά
Μετάφραση: handelbaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετικός, ήμερος, ευάγωγος, tractable, τιθασεύσει, προσιτό
![Handelbaar στα ελληνικά Handelbaar στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-4086.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- handel στα ελληνικά - υπόθεση, επιτήδευμα, εμπόριο, δουλειά, επάγγελμα, δουλειές, επιχείρηση, ...
- handelaar στα ελληνικά - έμπορος, έμπορας, αντιπρόσωπο, έμπορο, αντιπρόσωπο της, ντίλερ
- handeldrijven στα ελληνικά - διαπραγματεύομαι, εμπορία, διαπραγμάτευση, συναλλαγών, εμπορίας, διαπραγμάτευσης
- handelen στα ελληνικά - επιτήδευμα, διαπραγματεύομαι, επάγγελμα, εμπόριο, στο εμπόριο, στις συναλλαγές, το εμπόριο, ...
Τυχαίες λέξεις
Handelbaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, ήμερος, ευάγωγος, tractable, τιθασεύσει, προσιτό
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, ήμερος, ευάγωγος, tractable, τιθασεύσει, προσιτό