Handhaving στα ελληνικά
Μετάφραση: handhaving, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφαρμογή, επιβολή, επιβολής, εκτέλεση, επιβολής του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- handenarbeid στα ελληνικά - χειρωνακτική εργασία, χειρωνακτικής εργασίας, χειρονακτική εργασία, χειρονακτικής εργασίας, η χειρωνακτική εργασία
- handhaven στα ελληνικά - διατηρώ, συντηρώ, διασώζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, ...
- handig στα ελληνικά - επιδέξιος, ικανός, σβέλτος, έξυπνος, ειδικός, επιτήδειος, καλός, ...
- handigheid στα ελληνικά - πραγματογνωμοσύνη, κολάι, απόκτημα, κυρτός, απόκτηση, ικανότητα, επιδεξιότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Handhaving στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφαρμογή, επιβολή, επιβολής, εκτέλεση, επιβολής του
Μεταφράσεις: εφαρμογή, επιβολή, επιβολής, εκτέλεση, επιβολής του