Επιβολή στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιβολή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handhaving, tenuitvoerlegging, de tenuitvoerlegging, de handhaving, uitvoering
Επιβολή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβολή

επιβολή προστίμου, επιβολή φόρου πολυτελούσ διαβίωσησ, επιβολή κυρώσεων σε μαθητές, επιβολή ποινών σε μαθητές, επιβολή συνώνυμα, επιβολή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιβολή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιβλαβής στα ολλανδικά - schadelijk, nadelig, schadelijke, schadelijk zijn, van schadelijke, schadelijk is
  • επιβλητικός στα ολλανδικά - waardig, deftig, indrukwekkend, tot instelling, tot instelling van, opleggen, opleggen van
  • επιβραδύνω στα ολλανδικά - vertragen, zwakhoofd, idioot, retard, vertraging, vertragingskamer, vertragingsrol
  • επιγράφω στα ολλανδικά - inschrijven, graveren, beschrijven, opschrijven
Τυχαίες λέξεις
Επιβολή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: handhaving, tenuitvoerlegging, de tenuitvoerlegging, de handhaving, uitvoering