Handvol στα ελληνικά
Μετάφραση: handvol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- handvat στα ελληνικά - μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι, χερούλι, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, ...
- handvest στα ελληνικά - ναυλώνω, καταστατικό, ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, charter
- handwerk στα ελληνικά - σκάφος, υπόθεση, επάγγελμα, κατοχή, δουλειές, ρυτίδα, γραμμή, ...
- handwortel στα ελληνικά - καρπό, καρπού, τον καρπό, στον καρπό, του καρπού
Τυχαίες λέξεις
Handvol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας
Μεταφράσεις: χούφτα, λίγες, ελάχιστες, λίγα, χούφτας