Inaugureren στα ελληνικά
Μετάφραση: inaugureren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαινιάζω, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- in στα ελληνικά - εντός, μέσα, σε, ανά, κάθε, στο, στην, ...
- inaugureel στα ελληνικά - εναρκτήριος, εναρκτήρια, την εναρκτήρια, εναρκτήριο, εναρκτήριας
- inbeelding στα ελληνικά - φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία, την φαντασία
- inbeslagneming στα ελληνικά - αιχμαλωτίζω, σπασμός, αιχμαλωσία, κατάσχεση, παγίδευση, παγίδευση του, μεσεγγύηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Inaugureren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαινιάζω, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν
Μεταφράσεις: εγκαινιάζω, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, εγκαινιάσουν