Indruk στα ελληνικά
Μετάφραση: indruk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντύπωση, κατάληξη, σημασία, αίσθημα, συνέπεια, αντίληψη, τεύχος, γεγονός, αποτέλεσμα, έκβαση, πίστη, άθλημα, πεποίθηση, ιδέα, επίπτωση, θέμα, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indompelen στα ελληνικά - βουτώ, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
- indopen στα ελληνικά - βουτώ, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
- industrie στα ελληνικά - κατασκευάζω, βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
- industrieel στα ελληνικά - βιομηχανικός, βιομήχανος, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
Τυχαίες λέξεις
Indruk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντύπωση, κατάληξη, σημασία, αίσθημα, συνέπεια, αντίληψη, τεύχος, γεγονός, αποτέλεσμα, έκβαση, πίστη, άθλημα, πεποίθηση, ιδέα, επίπτωση, θέμα, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις
Μεταφράσεις: εντύπωση, κατάληξη, σημασία, αίσθημα, συνέπεια, αντίληψη, τεύχος, γεγονός, αποτέλεσμα, έκβαση, πίστη, άθλημα, πεποίθηση, ιδέα, επίπτωση, θέμα, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις