Inhaligheid στα ελληνικά

Μετάφραση: inhaligheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απληστία, φιλαργυρία, τσιγκουνιά, βουλιμία, moneygrubbing
Inhaligheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inhalen στα ελληνικά - καταφέρω, σουξέ, φτάνω, κυκλοφορώ, βαρώ, φτιάχνω, αρπάζω, ...
  • inhalig στα ελληνικά - άπληστος, λαίμαργος, στενός, φιλάργυρος, σημαίνω, τσιγκούνης, παραδόπιστος, ...
  • inham στα ελληνικά - κόλπος, άβυσσος, χάσμα, ορμίσκος, λιμανάκι, όρμο, όρμου, ...
  • inheems στα ελληνικά - ιθαγενής, οικιακός, ντόπιος, κατοικίδιος, γηγενής, μητρική, φυσική, ...
Τυχαίες λέξεις
Inhaligheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απληστία, φιλαργυρία, τσιγκουνιά, βουλιμία, moneygrubbing